ἑτερώνυμα

ἑτερώνυμα
ἑτερώνυμος
with different designation
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κλάσμα — Σχέση μεγεθών ή τμήμα μιας μονάδας που έχει διαιρεθεί σε ίσα μέρη. Παριστάνεται με τη γενική μορφή όπου α και β (όροι του κ.) είναι φυσικοί αριθμοί. Για παράδειγμα, , , (γνήσια κ.), , (καταχρηστικά κ.). Ο β (παρονομαστής),που μπορεί να είναι… …   Dictionary of Greek

  • ετερώνυμος — η, ο (ΑΜ ἑτερώνυμος, ον) αυτός που έχει διαφορετικό όνομα, αυτός που ονομάζεται διαφορετικά νεοελλ. 1. αυτός που δημοσιεύεται με ξένο όνομα 2. ιατρ. αυτός που αναφέρεται σε χιαζόμενα είδωλα ενός αντικειμένου που βλέπεται διπλό 3. μαθημ. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρικό φορτίο — Θεμελιώδες φυσικό μέγεθος, χαρακτηριστικό των ηλεκτρικών φαινομένων. Ένα φορτίο γίνεται αντιληπτό από τις δυνάμεις έλξης και άπωσης (ανεξάρτητες από τη μάζα) που ασκούνται μεταξύ φορτισμένων σωμάτων. Για τον λόγο αυτό το μέγεθος ενός η.φ.… …   Dictionary of Greek

  • ετερώνυμος — η, ο 1. αυτός που έχει διαφορετικό όνομα (αντίθ. ομώνυμος). 2. (μαθημ.), «ετερώνυμα κλάσματα», κλάσματα που έχουν διαφορετικούς παρονομαστές (αντίθ. ομώνυμα) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”